ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 


ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΕΡΑΜΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΠΕΛΛΑΣ
ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΚΜΑΓΕΙΩΝ ΤΟΥ Α.Π.Θ.

     Tο συγκρότημα της Αγοράς της Πέλλας, συνολικής έκτασης πάνω από 72.000 τ.μ., εντάσσεται αρμονικά στον πολεοδομικό ιστό της ιπποδάμειας πόλης. Σύμφωνα με τα πρόσφατα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται να αποκτά την πρώτη αρχιτεκτονική του μορφή στις αρχές της ελληνιστικής περιόδου, στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ., συνδεόμενο πιθανότατα με τη βασιλεία του Κασσάνδρου, εποχή οικοδομικού οργασμού για την πόλη, καταλαμβάνοντας τμήμα της κλασικής νεκρόπολης.
      Από το χώρο αυτό και τη γύρω περιοχή προέρχεται και το σύνολο των εκατόν δέκα ευρημάτων, μέρος της συλλογής του Μουσείου Εκμαγείων του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που αποτέλεσε το αντικείμενο τούτης της εργασίας. Όλα τους προέρχονται από περισυλλογή, χωρίς ενδείξεις εύρεσης. Κατά συνέπεια το βασικό ζήτημα της χρονολόγησης αντιμετωπίστηκε αναγκαστικά με τη συγκριτική αποκλειστικά μελέτη και εκτίμηση με ήδη δημοσιευμένα παραδείγματα της πόλης, γειτονικών περιοχών αλλά και άλλων μεγάλων κέντρων της εποχής, με κάθε επιφυλακτικότητα όμως που επιβάλλει μια τέτοια σύγκριση. Από το χώρο της Αγοράς, ο μεγάλος όγκος της κεραμικής, που ήρθε στο φως τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, παραμένει, αν εξαιρέσει κανείς τα αγγεία με ανάγλυφη διακόσμηση και τις ενσφράγιστες λαβές αμφορέων, αδημοσίευτος, γι' αυτό και δεν ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί. Ελήφθη ωστόσο υπόψη το αποσπασματικά παρουσιαζόμενο υλικό μέσω των ετήσιων ανασκαφικών εκθέσεων και των καταλόγων.
     Τα ευρήματα ανήκουν σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες της ελληνιστικής κεραμικής, επιτραπέζια σκεύη (πινάκια, λεκανίδες, «αλατοδοχεία», σκύφοι, σκυφίδια, κάνθαροι, κάλυκες), μαγειρικά σκεύη (πινάκιο, «σείσων» - τηγανόσχημο δηλαδή σκεύος, πώματα), σκεύη αποθήκευσης, συντήρησης και προετοιμασίας (αμφορείς, κρατήρας, «μυροδοχεία», λύχνοι) καλύπτοντας ευρύ χρονολογικό φάσμα, από τις αρχές του 4ου μέχρι και τις αρχές του 1ου αι. π.Χ.
     Τα αντικείμενα παρουσιάζονται, αρχικά στον κατάλογο, και στη συνέχεια, σε κάθε ανεξάρτητη ενότητα, κατά κατηγορίες, όπου εξετάζονται η ονομασία, η χρήση, η τυπολογική εξέλιξη του κάθε σχήματος, όπου αυτό βέβαια είναι δυνατό, καθώς και η χρονολογική του ένταξη.
     Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη διακόσμηση, του τύπου της «Δυτικής Κλιτύος» και την εμπίεστη, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον ύστερο 4ο μέχρι και τον πρώιμο 1ο αι. π.Χ.
     Εξετάζεται κάθε μοτίβο του ρυθμού χωριστά: 1) ο κλάδος κισσού, 2) το «περιδέραιο», 3) το «θυμιατήριο», 4) ο κλάδος ελιάς, 5) η κληματίδα, 6) το «ιωνικό κυμάτιο».
     Στην εμπίεστη διακόσμηση καταβάλλεται προσπάθεια να διαγραφεί η πορεία της από το πρωιμότερο μέχρι το οψιμότερο αγγείο.
     Με βάση το χρώμα του πηλού, την ποιότητα του γανώματος, την όπτηση, αλλά και τυχόν κατασκευαστικές ατέλειες γίνεται απόπειρα αναγνώρισης και διαχωρισμού των εγχώριων από τα επείσακτα προϊόντα.
     Καταβάλλεται ακόμη προσπάθεια να συνδεθεί η κεραμική της μακεδονικής πρωτεύουσας με τις ιστορικές περιόδους που διήνυσε, να εντοπιστούν οι επιρροές που δέχτηκε, να διαγραφούν τα χαρακτηριστικά της δικής της οντότητας και η πορεία που ακολούθησε από την ίδρυση της πόλης μέχρι και την ξαφνική καταστροφή της
     Από τα πρώτα κιόλας βήματα της πόλης, από τις αρχές του 4ου αιώνα, οι σχέσεις με το Νότο, και ιδιαίτερα με την Αττική, που μας είναι γνωστές από τις αφηγήσεις των γραπτών πηγών, επιβεβαιώνονται κι από τα ίδια τα εισαγόμενα αττικά προϊόντα. Οι εμπορικές αυτές επαφές θα συνεχιστούν έντονες μέχρι και το τέλος της κλασικής περιόδου (εικ. 2), αλλά και η αρχή των ελληνιστικών χρόνων θα βρει την πόλη απόλυτα εναρμονισμένη με την αττική παράδοση. Παράλληλα με τα εισαγόμενα από τον αθηναϊκό κεραμεικό προϊόντα κάνουν τώρα πια την εμφάνισή τους και εγχώριες απομιμήσεις και αντιγραφές τους, που το ξεκίνημά τους ίσως ανάγεται στα μέσα του 4ου αιώνα (εικ. 3). Τα σχήματα αποδίδονται με επιτυχία, διαφορές όμως στην ποιότητα του πηλού, στο γάνωμα και σε λεπτομέρειες του σχήματος, τα εντάσσουν στο μακεδονικό εργαστήριο της πρωτεύουσας. Οι μακεδόνες κεραμείς αφομοιώνουν άριστα την αττική επίδραση που δέχονται και πλάθουν τα δικά τους δημιουργήματα με ανεξάρτητη πρωτοποριακή έμπνευση και αναμφισβήτητη καλλιτεχνική ικανότητα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις φαίνεται να πρωτοπορούν κιόλας, εφαρμόζοντας νέες τεχνικές - όπως η εγχάραξη στα κοσμήματα του ρυθμού της «Δυτικής Κλιτύος» - που στο Νότο θα εμφανιστούν αρκετά αργότερα. Τα αττικά στοιχεία μεταλαμπαδεύτηκαν στα μακεδονικά εργαστήρια είτε μέσα από τα ίδια τα επείσακτα αγγεία, είτε μέσω μετακινούμενων κεραμέων που, αν και εκπαιδεύτηκαν στην Αθήνα, εργάζονταν και σε άλλα μακρύτερα μέρη.
     Την ίδια περίοδο η κεραμική βρίσκεται αντιμέτωπη και σε μια ανταγωνιστική σχέση με μια εύρωστη και εντυπωσιακή μεταλλοτεχνία. Η ανάπτυξη της τορευτικής στη Μακεδονία επιβεβαιώνεται ολοένα και περισσότερο από τα ευρήματα των τελευταίων χρόνων, αλλά και από τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων. Ο Τίτος Λίβιος (XLV 33, 5-8) μας πληροφορεί για τα βασιλικά μεταλλουργικά εργαστήρια, που ήταν εγκατεστημένα στην Πέλλα, όπου μεταξύ άλλων κατασκευάζονταν χρυσά, αργυρά και χάλκινα αγγεία. Από τη θέση αυτή οι μακεδόνες κεραμείς είναι αναγκασμένοι να υιοθετούν σχήματα που έχουν ήδη δοκιμαστεί στο μέταλλο, όπως οι κάλυκες, τα «αλατοδοχεία» (εικ. 5), οι κάνθαροι με τις βαθμιδωτές και τις περίτεχνες τορευτές βάσεις αλλά και τα πρόσθετα διακοσμητικά τους στοιχεία (πηνία, κισσόφυλλα, μάσκες σατύρων και κωμωδίας). Δεν λείπουν βέβαια και οι περιπτώσεις εκείνες όπου τα ίδια σχήματα αποδίδονται τόσο στον εφήμερο πηλό όσο και στο πολύτιμο μέταλλο («ιχθυοπινάκια», «αλατοδοχεία», «ασκοί» τύπου guttus).
     Εκτός όμως από την Αττική, την πρώιμη αυτή περίοδο, οι ομοιότητες με τη γειτονική Θεσσαλία - που άλλωστε βρίσκεται τα χρόνια αυτά κάτω από μακεδονική κυριαρχία - τόσο στα σχήματα όσο και τις τεχνικές (πρώιμη εμφάνιση και εδώ της εγχάραξης στα μοτίβα του ρυθμού της «Δυτικής Κλιτύος») είναι ευκρινείς και θα συνεχιστούν και κατά τα επόμενα χρόνια.
     Στον αιώνα όμως που ακολουθεί οι αττικές εισαγωγές και οι τοπικές μιμήσεις τους μειώνονται αισθητά και τη θέση τους παίρνουν αγγεία των οποίων τα σχήματα είναι σχεδόν πανελλήνια δημοφιλή. Κυριαρχούν οι κάνθαροι, τα σκυφίδια, τα πινάκια. Η μακεδονική κεραμική σύντομα αποκτά αυτονομία. Η εγχώρια παραγωγή φαίνεται να καλύπτει τις ανάγκες των μακεδόνων με προϊόντα που δεν υστερούν σε ποιότητα και αξία αισθητική (μοτίβα - εικ. 6 - του ρυθμού της «Δυτικής Κλιτύος» που συναγωνίζονται τα σύγχρονά τους αττικά). Είναι η περίοδος που και το βασίλειο ευημερεί. Μετά τα πρώτα πολυτάραχα χρόνια του 3ου αιώνα, έρχεται η σταθερότητα, η ακμή και η δημιουργία. Η βασιλεία του Αντίγονου Γονατά και των αμέσως μετά διαδόχων του, μέχρι και τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Φιλίππου του Ε΄, θα μείνουν στην ιστορία ως μια από τις καλύτερες περιόδους που έζησε το βασίλειο. Προς τα τέλη του αιώνα, η ρότα στρέφεται προς την Ανατολή· η Μικρά Ασία έρχεται στο προσκήνιο και ασκεί τις επιρροές της, που φτάνουν μέχρι τη Μακεδονία και την πρωτεύουσά της.
     Με το πέρασμα όμως στο 2ο αιώνα, και μέχρι τα μέσα, γίνεται ευδιάκριτη η πτώση που παρατηρείται στην ποιότητα· η επιμέλεια του προηγούμενου αιώνα παραχωρεί τη θέση της στην προχειρότητα, εμφανής τόσο στην ποιότητα του πηλού και του γανώματος, που μετατρέπεται σε μέτρια ως κακή, όσο και στη διακόσμηση των αγγείων με σαφή τα σημάδια της απλοποίησης και του εκφυλισμού, αλλά και στη μονότονη επανάληψη των σχημάτων. Η αισθητή αυτή πτώση φαίνεται να αποκτά καθολική ισχύ για ολόκληρο το μακεδονικό χώρο και δεν πρέπει να είναι άσχετη με τα σύγχρονα ιστορικά γεγονότα. Οι δύο τελευταίοι βασιλείς, ο Φίλιππος Ε΄ και ο γιος του Περσέας, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να περισώσουν το βασίλειο από τη ρωμαϊκή απειλή. Η οικονομική ισορροπία της προηγούμενης περιόδου κλονίζεται. Οι προσπάθειες όμως αυτές αποβαίνουν άκαρπες. Το 168 π.Χ. το ηττημένο βασίλειο παραδίδει τα οικονομικά αποθέματα του Περσέα, μαζί με άλλα πολύτιμα λάφυρα, στο νικητή. Η πρωτεύουσα Πέλλα παρά τις λεηλασίες και τις δηώσεις που υφίσταται δεν καταστρέφεται ολοκληρωτικά. Όπως αποδεικνύεται από τα ευρήματα (εικ. 7) γρήγορα ορθοποδεί και συνεχίζει την οικονομική της ζωή, δίνοντας και πάλι την εικόνα της ακμάζουσας πόλης, με έντονη παραγωγική και δημιουργική δραστηριότητα, που δεν εμποδίζεται αλλά μάλλον ευνοείται από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Τα εργαστήρια πληθαίνουν, οι επαφές με ήδη γνωστά κέντρα της Ανατολής, όπως η Μικρά Ασία, γίνονται εντονότερες, ενώ προστίθενται τώρα και νέα κέντρα του ελληνιστικού κόσμου, όπως η Δήλος, γεγονός που αποκρυπτογραφείται πολύ καθαρά από τους κατασκευασμένους με μήτρα λύχνους. Παράλληλα, η κατασκευή της Εγνατίας οδού και η λειτουργία της τα χρόνια αυτά τη φέρνουν σε επαφή και με τη Δύση, οπότε γνωρίζει νέα προϊόντα, νέα σχήματα, νέες τεχνικές (εικ. 9), που γρήγορα θα γίνουν αντικείμενο παραγωγής από τους κεραμείς της που σπεύδουν να τα μιμηθούν (εικ. 10), ακολουθώντας το συρμό αλλά κυρίως τις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού της εποχής τους. Σύντομα όμως, μια ξαφνική μέρα των αρχών του 1ου αι. π.Χ., η πόλη θα πληγεί και πάλι· αυτή τη φορά ανεπανόρθωτα· αιτία: ένας ισχυρός καταστροφικός σεισμός που θα τη μετατρέψει σε ερείπια και θα τη σκεπάσει με την αχλή του χρόνου.