ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 


Ένα εργαστήριο κοροπλαστικής στην αγορά της Πέλλας

Αντικείμενο μελέτης της κύριας μεταπτυχιακής εργασίας αποτέλεσε ένα εργαστήριο κοροπλαστικής, που εντοπίστηκε στην Αγορά της Πέλλας. Η παρουσία και η δράση του εργαστηρίου στοιχειοθετούνται από την εύρεση ενός μικρού κλιβάνου, ο οποίος περιείχε ένα σημαντικό αριθμό ειδωλίων, διατηρούμενων σε πολλά τμήματα και θραύσματα. Ο κλίβανος αποκαλύφθηκε στο ανατολικό τμήμα της κεντρικής λεωφόρου της αρχαίας πόλης και πιο συγκεκριμένα σε άμεση γειτνίαση με την εξωτερική ΒΑ γωνία της νότιας πτέρυγας της ανατολικής στοάς της Αγοράς· ήρθε στο φως το έτος 1982, κατά τη διάρκεια του οποίου αφαιρέθηκε και το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου του. Η απομάκρυνση του υπόλοιπου γεμίσματος του κλιβάνου πραγματοποιήθηκε τα έτη 1999 και 2001.

Από την κατασκευή του κλιβάνου διατηρείται μόνο το κατώτατο μέρος του θαλάμου θέρμανσης, εκτός από το νότιο τμήμα του, σε μέγιστο ύψος 4 εκ. περίπου· o θάλαμος έχει διαμορφωθεί σε ένα όρυγμα, που διανοίχτηκε στο μαλακό φυσικό βράχο και στην επίχωση της λεωφόρου. Στην κάτοψη έχει κυκλικό σχήμα και μέγιστη σωζόμενη διάμετρο 65 εκ. περίπου. Ο κλίβανος είχε πιθανότατα προσανατολισμό ΝΑ-ΒΔ, όπως υποδηλώνει η διαμόρφωση των τοιχωμάτων του θαλάμου θέρμανσης στο ΒΔ τμήμα της περιφέρειάς του, η οποία παραπέμπει στη γένεση του προστομιαίου δρόμου.

Στο κέντρο του δαπέδου του θαλάμου θέρμανσης διατηρείται, σε μέγιστο ύψος γύρω στα 6 εκ., το κάτω τμήμα του στηρίγματος της εσχάρας, το δυτικό πέρας του οποίου, στη σημερινή κατάσταση διατήρησης, έχει καταστραφεί. Αποτελείται από ένα κυκλικό περιχείλωμα, εσωτερικής διαμέτρου 15 εκ., που είναι κατασκευασμένο από το ίδιο πηλόχωμα με τα τοιχώματα και το δάπεδο του θαλάμου. Η μορφή και οι διαστάσεις του πιστοποιούν την αρχική ύπαρξη ενός πηλοσωλήνα, που ήταν πακτωμένος στο δάπεδο και η σταθερότητα του οποίου είχε διασφαλιστεί με την περιφερειακή ενίσχυση της βάσης του με μια στρώση πηλοχώματος.

Η μελέτη του ευρήματος απέδειξε ότι ο κλίβανος και τα πλημμελώς ψημένα ειδώλια που περιείχε καταστράφηκαν ταυτόχρονα, κατά τη διάρκεια της όπτησης των τελευταίων. Τα ανασκαφικά δεδομένα συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η καταστροφή τους οφείλεται στο σεισμό που έπληξε την πόλη της Πέλλας, στη πρώτη δεκαετία του 1ου αιώνα π.Χ.

Ο κλίβανος συνιστά τη μοναδική κατασκευή που τεκμηριώνει την υλική υπόσταση του εργαστηρίου, στο οποίο κατασκευάστηκαν τα κοροπλαστικά προϊόντα που παρουσιάζονται στην εργασία. Κατάλοιπα των υπόλοιπων εγκαταστάσεων του εργαστηρίου δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν, τουλάχιστον μέχρι τη σημερινή πορεία της αρχαιολογικής έρευνας· είναι ωστόσο βέβαιο ότι το εργαστήριο βρισκόταν σε σχετική εγγύτητα με τον κλίβανο. Ο χώρος του θα πρέπει να αναζητηθεί σε κάποιο από τα παρακείμενα δωμάτια της ανατολικής στοάς ή σε ένα από τα εργαστήρια, στα οικοδομικά τετράγωνα αμέσως ανατολικότερα του στωικού οικοδομήματος. Προκύπτει συνεπώς ότι εντός του εργαστηρίου πραγματοποιούνταν όλες οι διαδικασίες κατασκευής των ειδωλίων, πλην της όπτησής τους. Το τελευταίο αυτό στάδιο απαιτούσε, εξαιτίας της λειτουργίας του κλιβάνου, την εύρεση ενός ελεύθερου υπαίθριου χώρου, όχι πολύ απομακρυσμένου από το εργαστήριο, ώστε να παρέχεται η εύκολη, γρήγορη και ασφαλής μεταφορά των ειδωλίων. Πρόκειται για μία πρακτική, η οποία συμφωνεί με τα γνωστά δεδομένα της έρευνας, που αφορούν στον τρόπο της λειτουργικής και χωροταξικής οργάνωσης της κοροπλαστικής αλλά και της ευρύτερης βιοτεχνικής παραγωγής, τόσο της Πέλλας όσο και άλλων αστικών κέντρων της αρχαιότητας.

Η επιλογή της θέσης κατασκευής του κλιβάνου σε σημείο της διασταύρωσης της κεντρικής οδικής αρτηρίας με μία από τις κάθετες οδούς της αρχαίας πόλης μπορεί να εγείρει εύλογα ερωτήματα, εφόσον μέρος ενός δημόσιου χώρου καταλαμβάνεται από μία εργαστηριακή εγκατάσταση. Οι περιορισμένες διαστάσεις του κλιβάνου σε συνδυασμό με τον άγνωστο, μέχρι στιγμής, βαθμό εξάρτησης των ιδιοκτητών των εργαστηρίων της Αγοράς με την κεντρική εξουσία προσφέρουν δύο ικανοποιητικές ερμηνευτικές δυνατότητες. Επιπλέον, το γεγονός ότι παρόμοιες καταπατήσεις σημειώνονται στην Πέλλα και σε άλλες πόλεις κατά την όψιμη ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή, μπορεί να μας οδηγήσει στη σκέψη ότι στην ύστερη φάση ζωής της αρχαίας Πέλλας, στην οποία τοποθετείται η χρήση του κλιβάνου, είχε επέλθει ίσως μία χαλαρότητα στην τήρηση των πολεοδομικών κανονισμών.

Η συντριπτική πλειοψηφία των ειδωλίων που πραγματεύεται η εργασία προέρχονται από το εσωτερικό του θαλάμου θέρμανσης του κλιβάνου. Κρίθηκε ωστόσο σκόπιμο να ενταχθούν στο πρωτογενές υλικό και κάποια τμήματα και θραύσματα ειδωλίων που βρέθηκαν στην περιφέρεια του κλιβάνου ή στην εγγύς σε αυτόν περιοχή, καθώς πολλά από αυτά είτε συνανήκουν είτε, όπως αποδείχθηκε κατά τις εργασίες συντήρησης, συγκολλούσαν με ειδώλια, τα οποία είχαν εντοπιστεί με βεβαιότητα στο εσωτερικό του κλιβάνου.

Τα ειδώλια του συνόλου, ο αριθμός των οποίων μπορεί να υπολογιστεί κατά προσέγγιση στα 30, εξετάζονται από τυπολογική, τεχνική και ερμηνευτική άποψη σε επιμέρους κεφάλαια της εργασίας. Αναλυτικότερα, ως κριτήριο της κατάταξής τους σε συγκεκριμένους εικονογραφικούς τύπος επιλέχθηκε ένα σύνολο κοινών μορφολογικών χαρακτηριστικών, αρκετά γενικευτικών (γυναικείες, ανδρικές μορφές, προτομές), ενώ, όπου κρίθηκε απαραίτητη μια δεύτερη κατηγοριοποίηση του υλικού, αυτή έγινε βάσει ορισμένων πιο ειδικών εικονογραφικών γνωρισμάτων (όρθια και γυμνή Αφροδίτη, πλαγγόνα, κ.λ.π.).

Παρατηρούμε ότι οι γυναικείες μορφές είναι οι κυρίαρχες στο σύνολο, μία διαπίστωση που εναρμονίζεται πλήρως με τη γενικότερη εικόνα που αποκομίζει κανείς από τη μελέτη της ελληνιστικής κοροπλαστικής. Ειδικότερα, η Αφροδίτη αναδεικνύεται η επικρατέστερη μορφή, καθώς τα ειδώλια της θεάς όχι μόνο υπερτερούν αριθμητικά, αλλά επιβάλλονται και με τύπους μνημειακών διαστάσεων. Εντάσσονται στον τύπο της όρθιας και γυμνής Αφροδίτης και έχουν, με βάση το μέγεθός τους, κατηγοριοποιηθεί σε δύο ομάδες: στην ομάδα Α, στην οποία περιλαμβάνονται τα ειδώλια του τύπου που έχουν μεγάλες διαστάσεις, και στην ομάδα Β, στην οποία συγκαταλέγονται τα παραδείγματα που έχουν μικρότερο μέγεθος. Ο τύπος ήταν πολύ διαδεδομένος στην ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή· γνώρισε πολυάριθμες μεταπλάσεις, οι οποίες απεικονίζουν τη θεά σε διάφορες διαδικασίες καλλωπισμού, που στις περισσότερες των περιπτώσεων φαίνεται ότι σχετίζονται με το λουτρό της.

Τα ειδώλια Αφροδίτης της ομάδας Α συγκροτούν αναμφίβολα την πιο εντυπωσιακή σειρά του συνόλου. Ο αριθμός τους δε φαίνεται να υπερέβαινε τα 13 ή 14. Το ύψος τους ανέρχεται σχεδόν στο μισό μέτρο. Οι μορφές είναι ολόγλυφες και κατασκευάστηκαν με το συνδυασμό εννιά διαφορετικών μητρών (τεσσάρων διπλών και μίας μονής) που απέδιδαν τα αντίστοιχα μέρη του σώματος. Η θεά, στη βασική δομή του τύπου, στηρίζεται στο αριστερό σκέλος, ενώ το δεξί πόδι λυγίζει ελαφρώς στο γόνατο και τραβιέται προς τα πίσω. Μπορούν ωστόσο να διακριθούν έξι παραλλαγές του κύριου εικονογραφικού τύπου, οι οποίες, λαμβάνοντας ως προσδιοριστικό κριτήριο της υποκατηγοριοποίησης τα αντικείμενα που κρατούν ορισμένες από τις μορφές, τη στάση των χεριών και του δεξιού σκέλους είναι οι εξής:

1) Η θεά στολιζόμενη, 2) Η θεά με κοχύλι, 3) Η θεά με κάτοπτρο, 4) Η θεά με χτένι, 5) Η θεά με αλάβαστρο και 6) Η θεά με λυγισμένο το δεξί πόδι προς τα πίσω.

Στα ειδώλια Αφροδίτης της ομάδας Β προσγράφονται πέντε αποσπασματικά παραδείγματα. Έχουν κατασκευαστεί με το συνδυασμό επτά μητρών (3 διπλών και μίας μονής) και το ύψος τους μπορεί να υπολογιστεί στα 25 εκ. περίπου. Ο τύπος των ειδωλίων της θεάς, όπως συνάγεται από την πρόταση αποκατάστασή του, συγκλίνει όσον αφορά στα κύρια εικονογραφικά χαρακτηριστικά προς τον τύπο των ειδωλίων της ομάδας Α, με τη διαφοροποίηση ότι στην προκειμένη περίπτωση το μοτίβο στήριξης αντιστρέφεται.

Ανάμεσα στα υπόλοιπα ειδώλια γυναικείων μορφών του συνόλου απαντώνται τρία συνανήκοντα τμήματα ενός ειδωλίου ένθρονης Κυβέλης (αρ. κατ. 93-95), τμήμα ενός ειδωλίου όρθιας ενδεδυμένης γυναικείας μορφής (αρ. κατ. 98), το δεξί φτερό ενός ειδωλίου Ψυχής (αρ. κατ. 100) και τέλος τμήμα και θραύσμα ενός ειδωλίου γυμνής καθιστής πλαγγόνας (αρ. κατ. 96-97). Για την απόδοση της κεφαλής και του σώματος του τελευταίου ειδωλίου χρησιμοποιήθηκαν οι ίδιες μήτρες με δύο όμοια ειδώλια που αποκαλύφθηκαν στο θεσμοφόριο της πόλης.

Μόνο δύο ειδώλια ανδρικών μορφών περιλαμβάνονται στο σύνολο. Στο ένα από αυτά παριστάνεται μία ερμαϊκή στήλη, στο άνω μέρος της οποίας εικονίζεται μία ηλικιωμένη γενειοφόρος μορφή που ταυτίζεται με τον Πρίαπο. Το ειδώλιο ήταν πιθανότατα επικολλημένο σε ένα από τα ειδώλια Αφροδίτης της ομάδας Α, αποτελούσε επομένως παραπληρωματικό στοιχείο μίας ευρύτερης σύνθεσης. Στο δεύτερο ειδώλιο αντιστοιχούν το θραύσμα κορμού αρ. κατ. 102 και το αριστερό φτερό αρ. κατ. 103, τα οποία παραπέμπουν στη μορφή του Έρωτα. Το ειδώλιο του φτερωτού θεού δεν ήταν πιθανώς μεμονωμένο αλλά συνδεόταν με το ειδώλιο Ψυχής ως σύμπλεγμα.

Πολύ ενδιαφέρουσα είναι τέλος η περίπτωση των τεσσάρων προτομών του συνόλου (αρ. κατ. 104-107), η μπροστινή όψη των οποίων έχει κατασκευαστεί στην ίδια μήτρα. Η ανδρική μορφή που απεικονίζουν οι προτομές, εκατέρωθεν του προσώπου της οποίας αναρτάται από ένας βότρυς, ερμηνεύτηκε ως Διόνυσος. Ο συγκεκριμένος τρόπος απεικόνισης του θεού του κρασιού, δηλ. ως νεαρού και αγένειου άνδρα που φέρει στεφάνι με τσαμπιά σταφυλιού, αν και απαντάται στη γλυπτική, είναι εξαιρετικά σπάνιος στην εικονογραφικό θεματολόγιο της κοροπλαστικής.

Τα τεχνικά χαρακτηριστικά των ειδωλίων δεν αποκλίνουν σημαντικά από τον τρόπο κατασκευής των υπόλοιπων ειδωλίων της Πέλλας αλλά και των άλλων κοροπλαστικών εργαστηρίων. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκε το ίδιο μείγμα πηλού, το οποίο περιέχει πολλές προσμείξεις. Στο χρώμα του πηλού κυριαρχούν οι χρωματικές διαβαθμίσεις του κίτρινου και του κόκκινου. Εκτός από τα ειδώλια Αφροδίτης των ομάδων Α και Β, για τα οποία χρησιμοποιήθηκαν διπλές μήτρες, οι υπόλοιποι τύποι έχουν κατασκευαστεί σε μία μήτρα, με την οποία παραγόταν η μπροστινή όψη του ειδωλίου. Τα χειροποίητα μέρη των ειδωλίων αποδίδουν μόνο δευτερεύοντα χαρακτηριστικά τους, όπως πίσω όψεις, διάφορα μέλη (χέρια, φτερό Ψυχής), τα αντικείμενα που κρατούν οι Αφροδίτες της ομάδας Α, το διάκοσμο και τις κομμώσεις των κεφαλών. Έντονη είναι επίσης η χρήση της χάραξης, για τον τονισμό ορισμένων επιμέρους λεπτομερειών. Σε κανένα από τα ειδώλια δεν παρατηρήθηκαν ίχνη λευκού επιχρίσματος, γεγονός που υποδεικνύει ότι η βάση, όπως και τα επίθετα χρώματα της διακόσμησης των ειδωλίων, τοποθετούνταν μετά την όπτησή τους, η οποία για τα παραδείγματα του συγκεκριμένου συνόλου δεν περατώθηκε ποτέ. Τα κοίλα ειδώλια φέρουν κυκλικές ή ωοειδείς «οπές αερισμού».

Μοναδική αλλά ουσιαστική διαφοροποίηση από τις γνωστές κατασκευαστικές πρακτικές συνιστά ο τρόπος απόδοσης των διαφορετικών γωνιών κάμψης των χεριών και των δεξιών σκελών των ειδωλίων Αφροδίτης της ομάδας Α. Για την επίτευξή τους ο αρχαίος κοροπλάστης κάνει χρήση μίας άγνωστης, μέχρι τα σημερινά δεδομένα της έρευνας, τεχνικής, η οποία τεκμηριώθηκε πειραματικά. Η καινοτομία του συγκεκριμένου κοροπλάστη ανιχνεύτηκε στην προσπάθειά του να τροποποιεί με το χέρι τη στάση, την οποία απέδιδε το ανάγλυφο της διπλής μήτρας που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή αντιστοίχως των χεριών και των δεξιών ποδιών των ειδωλίων της θεάς. Η διαδικασία παρείχε σημαντικές δυνατότητες στους κοροπλάστες να δημιουργούν γρήγορα και εύκολα αρκετές διαφορετικές παραλλαγές στη στάση των ανθρωπίνων μελών με τη χρήση ενός περιορισμένου αριθμού μητρών.

Επιχειρώντας τον καθορισμό της ιδιαίτερης καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας του κοροπλαστικού εργαστηρίου, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι τα αρχέτυπα του εικονογραφικού ρεπερτορίου του έχουν δεχτεί ισχυρές επιρροές από την κοροπλαστική παραγωγή της Μ. Ασίας, ιδιαίτερα της Μύρινας και της Σμύρνης. Συγγένεια στην επιλογή των θεμάτων αλλά και στις στυλιστικές διατυπώσεις διαπιστώθηκε και με το εργαστήριο κοροπλαστικής που δρούσε την ίδια εποχή στη γειτονική Βέροια. Θα πρέπει ωστόσο στο σημείο αυτό να υπογραμμιστεί ότι η μέτρια ως χαμηλή ποιότητα του αναγλύφου της πλειονότητας των ειδωλίων του συνόλου, επακόλουθο των πολλαπλών «εκτυπώσεων», δε συμβιβάζεται με το χαρακτήρα ενός κοροπλαστικού εργαστηρίου, το οποίο είχε άμεση πρόσβαση στα πρότυπα των τύπων που παρήγαγε. Αντίθετα, τα παραπάνω χαρακτηριστικά σκιαγραφούν τη δράση ενός «δευτερογενούς», όπως έχει χαρακτηρίζεται στην έρευνα, εργαστηρίου, το οποίο αντλούσε τα πρότυπα των μητρών ή ακόμη και τις ίδιες τις μήτρες από άλλα, «δημιουργικά» εργαστήρια. Παρόλα αυτά, η αναπαραγωγή των ειδωλίων δεν ήταν μία υπόθεση μηχανική αλλά εμπεριείχε σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο της μορφολογικής ποικιλίας και της πρωτοτυπίας.

Τα ανασκαφικά συμφραζόμενα του ευρήματος, καθαρά εργαστηριακής φύσης, δεν παρέχουν διαφωτιστικές πληροφορίες σχετικά με τον τελικό προορισμό των ειδωλίων του κλιβάνου. Μία πρόσθετη δυσκολία συνιστά επίσης το γεγονός ότι όλοι οι εικονογραφικοί τύπου του συνόλου γνώρισαν ευρύτατη χρήση στην αρχαιότητα, καθώς εντοπίζονται τόσο σε ιερά, όσο σε τάφους και οικίες, εικόνα που επαληθεύεται και από την ανασκαφική έρευνα στην αρχαία πόλη της Πέλλας. Η διαπίστωση πάντως ότι το ειδώλιο πλαγγόνας του κλιβάνου (αρ. κατ. 96-97) έχει κατασκευαστεί με το συνδυασμό των ίδιων μητρών με δύο ειδώλια από το θεσμοφόριο της πόλης, αποτελεί σημαντική ένδειξη ότι κάποια από τα προϊόντα του εργαστηρίου κατέληγαν στο αγροτικό ιερό.

Από την άλλη βέβαια η παραγωγή ενός μεγάλου, αναλογικά, αριθμού ειδωλίων Αφροδίτης δε θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία. Είναι επίσης πολύ χαρακτηριστικό ότι οι περισσότεροι από τους τύπους των ειδωλίων του συνόλου έχουν αναγνωριστεί στα κοροπλαστικά αναθήματα του ιερού της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης, βόρεια της Αγοράς. Στο εν λόγω ιερό, εκτός από τις κυρίαρχες λατρείες της Αφροδίτης και της Κυβέλης, συλλατρευόταν ο Διόνυσος, τρεις θεότητες δηλ. που αντιπροσωπεύονται στις μορφές των ειδωλίων του κλιβάνου.

Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε πολύ πιθανό το ενδεχόμενο η παραγωγή του εξεταζόμενου κοροπλαστικού εργαστηρίου να είχε προσαρμοστεί πρωτίστως στις ανάγκες των προσκυνητών του κοντινού ιερού. Η υπόθεση αυτή δε συνιστά απλώς ένα θεωρητικό σχήμα, καθώς σε μία τουλάχιστον περίπτωση έχει επιβεβαιωθεί ανασκαφικά ότι ειδώλια που κατασκευάστηκαν σε εργαστήρια της ανατολικής στοάς ανατέθηκαν στο συγκεκριμένο ιερό. Συνοψίζοντας λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι και στην πόλη της Πέλλας είχε αναπτυχθεί γύρω από τα αρχαία ιερά μία «θρησκευτική κοροπλαστική βιοτεχνία», το εικονογραφικό θεματολόγιο της οποίας καθοριζόταν από τις υποστάσεις και το λατρευτικό χαρακτήρα των τιμώμενων κατά περίσταση θεοτήτων.