ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

 


Kοροπλαστική από την Πέλλα.
Το παράδειγμα του πηγαδιού 3

Θέμα της μεταπτυχιακής εργασίας αποτέλεσε η μελέτη ενός συνόλου ειδωλίων από την Αγορά της Πέλλας. Πρόκειται συγκεκριμένα για 34 πήλινα ειδώλια που προέρχονται από το πηγάδι του χώρου 3 της ανατολικής στοάς της Αγοράς. Το πηγάδι αυτό ανασκάφηκε κατά τα έτη 1992, 1993, 1994 και 1998 και απέδωσε πλήθος άλλων ευρημάτων, ανάμεσα στα οποία κυριαρχεί η μεγάλη ποσότητα αβαφούς και μελαμβαφούς κεραμικής. Ο χώρος 3 ταυτίζεται από τον ανασκαφέα με εργαστήριο κεραμικής και το πηγάδι φαίνεται ότι αποτέλεσε χώρο απόρριψης των άχρηστων προϊόντων του συγκεκριμένου ή και άλλων εργαστηρίων της περιοχής.

Ως κύριος στόχος της εργασίας τέθηκε η τυπολογική κατάταξη και η ερμηνευτική προσέγγιση των παρουσιαζόμενων ειδωλίων. Η χρονολόγηση του υλικού στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε τεχνικές παρατηρήσεις και στη στιλιστική σύγκριση με ειδώλια από την Πέλλα, τη Μακεδονία και άλλες περιοχές, καθώς η μελέτη των συνευρημάτων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί.

 Η εργασία διαρθρώνεται με τον ακόλουθο τρόπο: ξεκινά με μια πολύ σύντομη εισαγωγή για την Πέλλα και την έρευνα στην Αγορά. Ακολουθεί ένας αναλυτικός περιγραφικός κατάλογος, στον οποίο τα ειδώλια κατατάσσονται σε γενικούς τύπους με βάση και την κατάσταση διατήρησής τους. Παρατίθεται στη συνέχεια ένα κεφάλαιο για την τεχνική κατασκευής τους, στο οποίο επιχειρείται να εντοπιστούν οι κατασκευαστικές ομοιότητες και διαφορές με την υπόλοιπη κοροπλαστική παραγωγή της Πέλλας. Έπεται η αναλυτική τυπολογική εξέταση καθενός ειδωλίου χωριστά, όπου γίνεται προσπάθεια για ένταξη σε γνωστούς τύπους και σύγκριση με άλλα παραδείγματα και στη συνέχεια προχωρούμε στην ερμηνευτική προσέγγιση ανά θεματική κατηγορία. Ακολουθεί το κεφάλαιο της χρονολόγησης και το κύριο μέρος της εργασίας κλείνει με τα συμπεράσματα. Παρατίθεται τέλος ένα μικρό κεφάλαιο για τη συντήρηση του υλικού.

Στο σύνολο αυτό ανήκουν τύποι πολύ γνωστοί από τη Μακεδονία και άλλες περιοχές, αλλά και ειδώλια που συναντούμε σπανιότερα. Έτσι περιλαμβάνονται τέσσερις κεφαλές γυναικείων ειδωλίων με πεπονοειδή κόμμωση, μια πολύ φθαρμένη κεφαλή με κνιδιακή κόμμωση, μια κεφαλή κοριτσιού με πόλο μια άλλη με ιμάτιο και μια παιδική κεφαλή με το γνωστό μακεδονικό κάλυμμα, την καυσία.

Σημαντική είναι η παρουσία των γυναικείων ειδωλίων: καλύτερα σώζεται μια όρθια μορφή που ακολουθεί τον τύπο της «Μικρής Ηρακλειώτισσας», ενώ τέσσερα άλλα τμήματα είναι δυνατόν να αντιπροσωπεύουν πολλούς  γνωστούς τύπους όρθιων γυναικείων μορφών. Περιλαμβάνεται ακόμα ένα αποσπασματικά σωζόμενο ειδώλιο ένθρονης γυναικείας μορφής, ενώ ασυνήθιστο είναι ένα πολύ φθαρμένο ειδώλιο μιας ημιγύμνης γυναικείας μορφής με τη χαρακτηριστική κίνηση της «ανακάλυψης» και απλωμένα μπροστά τα πόδια, η οποία πρέπει να ταυτιστεί με την Αφροδίτη.

 Από μια γυναικεία προτομή σώζεται η κεφαλή με τη στεφάνη, στο κέντρο της οποίας υπάρχει ανάγλυφη διακόσμηση με ανθέμια και άνθη λωτού, ενώ από μια πλαγγόνα τα σκέλη της μόνο από τα γόνατα και κάτω. Τρία θεατρικά ειδώλια συναντούμε στο σύνολο αυτό: ένα προσωπείο υποκριτή της Μέσης πιθανότατα ή της Νέας Κωμωδίας, ένα προσωπείο εταίρας της Νέας Κωμωδίας και ένα ειδώλιο όρθιου υποκριτή επίσης της Νέας Κωμωδίας.

Σημαντικό για τη σπανιότητα του, αλλά και για το θέμα του είναι ένα σύμπλεγμα μιας ημίγυμνης, ανακεκλιμένης ανδρικής και μιας καθιστής γυναικείας μορφής με χιτώνα και ιμάτιο. Το ειδώλιο ακολουθεί έναν πολύ γνωστό τύπο που συναντάται στα «νεκρόδειπνα» και η σύγκρισή του με μερικά άλλα συγγενικά συμπλέγματα, ιδιαίτερα με ένα αδημοσίευτο από τη Βεργίνα, ένα από τη Λέσβο και ένα αποσπασματικά σωζόμενο από την Όλυνθο, αλλά και ορισμένες εικονογραφικές παρατηρήσεις προτείνουν την αναγνώριση ενός συμπλέγματος θεϊκών μορφών, πιθανόν της Αφροδίτης και του Άδωνη. Από ένα δεύτερο σύμπλεγμα σώζεται μια παιδική μορφή αγοριού σε έναν πολύ γνωστό τύπο, ο οποίος θα πρέπει να συμπληρωθεί με τη μορφή ενός παιδαγωγού πιθανότατα.

Ιδιαίτερα σημαντική για την τεχνική κατασκευής των ειδωλίων είναι η παρουσία μιας μήτρας κεφαλής ειδωλίου, στην οποία αποδίδονται αρκετά τονισμένα το αυτί, η κόρη του οφθαλμού και το πηγούνι, δεν έχουν όμως τοποθετηθεί τα μαλλιά. Θα μπορούσε να ανήκει σε ανδρική ή και γυναικεία μορφή.

Δύο αποσπασματικά σωζόμενα ειδώλια ζώων προέρχονται ακόμα από το πηγάδι: το ένα, η ταύτιση του οποίου είναι προβληματική, ανήκει πιθανόν σε ελάφι ή τράγο, ενώ το δεύτερο προέρχεται από ειδώλιο χοίρου ή περιστεριού. Το σύνολο συμπληρώνουν ένα σκιάδιο, γνωστό εξάρτημα της γυναικείας ενδυμασίας και οκτώ πολύ αποσπασματικά θραύσματα ειδωλίων. Από αυτά σε μια περίπτωση μόνο αναγνωρίστηκαν με μεγάλη πιθανότητα θραύσματα από μια γυναικεία προτομή, η οποία θα συμπληρωνόταν με θυμιατήρι πιθανότατα ή υψηλό λαμπάδιο στην κεφαλή.

Η τεχνική κατασκευής των ειδωλίων αυτών δε διαφοροποιείται από αυτήν των υπόλοιπων δημοσιευμένων παραδειγμάτων από την Πέλλα. Ο πηλός, που είναι λεπτόκοκκος και περιέχει λίγη ή περισσότερη μαρμαρυγία, είναι ντόπιος. Παρατηρείται μεγάλη ποικιλία στις χρωματικές του διαβαθμίσεις, αν και κυριαρχούν οι αποχρώσεις του καφέ, του κίτρινου και του κόκκινου. Για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκε μήτρα μόνο στην μπροστινή πλευρά, ενώ στην πίσω προσκολλήθηκε με το χέρι επίπεδο τμήμα πηλού. Χειροποίητα είναι τα δύο ειδώλια ζώων και το σκιάδιο. Λευκό επίχρισμα σώζεται σε πολλά από αυτά, ενώ τα χρώματα τοποθετούνται είτε πάνω στο επίχρισμα ή κατευθείαν πάνω στον πηλό. Στην πίσω πλευρά φέρουν ορθογώνιες ή κυκλικές – ωοειδείς οπές αερισμού και μια ή δύο οπές ανάρτησης.

Από τη μελέτη του συνόλου αυτού προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα. Τα 34 ειδώλια αποτελούν τα απορρίμματα ενός πιθανότατα ή και περισσοτέρων εργαστηρίων της Αγοράς. Πετάχτηκαν στο πηγάδι εξαιτίας των τεχνικών ατελειών τους κατά τη διάρκεια κατασκευής τους ή μετά από τη θραύση τους που καθιστούσε αδύνατη την πώλησή τους. Πρόκειται για υλικό ανομοιογενές και αποσπασματικό, το οποίο κατασκευάστηκε από διαφορετικούς τεχνίτες στη διάρκεια μιας μεγάλης χρονικής περιόδου, από τον ύστερο 4ο έως και τον 2ο αιώνα π.Χ. 

Η πλειονότητα των ειδωλίων που μπορούν να χρονολογηθούν με σχετική ασφάλεια είναι πρώιμα παραδείγματα μιας ντόπιας παραγωγής με στενές σχέσεις με τη Νότια Ελλάδα και την παράδοση της Τανάγρας ως προς τους τύπους και τον τρόπο κατασκευής. Πολλά από αυτά χρονολογούνται και ανασκαφικά στο τέλος του 4ου και τις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., ενώ άλλα στον 3ο αιώνα π.Χ. Μόνο για τη γυναικεία κεφαλή που φέρει πόλο υποστηρίχθηκε χρονολόγηση στον 2ο αιώνα π.Χ. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν επισημαίνεται ιδιαίτερη στιλιστική σχέση με την κοροπλαστική παραγωγή του 2ου και του 1ου αιώνα π.Χ., όπως αυτή παρουσιάζεται στα ειδώλια της Πέλλας, της Βέροιας και των Μικρασιατικών εργαστηρίων, ιδίως δε της Μύρινας και της Σμύρνης.

Η ποιότητα των περισσοτέρων ειδωλίων είναι από μέτρια έως χαμηλή, ενώ λίγα είναι αυτά που ξεχωρίζουν, όπως για παράδειγμα το προσωπείο της εταίρας, που αποτελεί και το καλύτερο ποιοτικά ειδώλιο ως προς την απόδοση των λεπτομερειών και την επιμέλεια της κατασκευής. Τα περισσότερα ακολουθούν γνωστούς τύπους της εποχής, υπάρχουν όμως και σπάνιοι τύποι που συναντώνται για πρώτη φορά στην κοροπλαστική της Πέλλας, όπως η καθιστή Αφροδίτη με απλωμένα μπροστά τα πόδια, το σύμπλεγμα  των θεϊκών μορφών, η μήτρα και η γυναικεία προτομή που μπορεί να συμπληρωθεί με θυμιατήρι πιθανότατα ή λαμπάδιο στην κεφαλή.

            Διαπιστώνεται κυριαρχία των γυναικείων μορφών, φαινόμενο πολύ γνωστό τόσο στην Πέλλα, όσο και στα περισσότερα κέντρα κοροπλαστικής παραγωγής. Τα μισά από τα ειδώλια του πηγαδιού αντιπροσωπεύουν τύπους όρθιων ή καθιστών γυναικών, θνητών ή θεοτήτων. Δε λείπουν όμως και οι ανδρικές μορφές, τα συμπλέγματα και τα ζώα. Στις κομμώσεις των γυναικείων κεφαλών κυριαρχεί η πεπονοειδής, ενώ αντίθετα στα ειδώλια από τα ιερά και τους τάφους της Πέλλας επικρατέστερη κόμμωση είναι η κνιδιακή. Αυτό, όμως, θα πρέπει να είναι τυχαίο και οφείλεται πιθανότατα στην αποσπασματικότητα του υλικού.

Τα θεατρικά προσωπεία και το ειδώλιο του ηθοποιού επιβεβαιώνουν την ύπαρξη σημαντικής θεατρικής δραστηριότητας στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας και παράλληλα σχετίζονται με τη λατρεία του Διονύσου, ο οποίος αποτελούσε έναν από τους πιο σημαντικούς θεούς στο πάνθεο της Πέλλας. 

Κυρίαρχη, εξάλλου, αποκαλύπτεται η παρουσία της Αφροδίτης. Η ένθρονη γυναικεία μορφή θα πρέπει να ταυτιστεί με βεβαιότητα με την Αφροδίτη στον τύπο της αποκαλυπτόμενης, ενώ η γυναικεία μορφή του θεϊκού συμπλέγματος προτείνεται να αναγνωριστεί επίσης ως Αφροδίτη. Υποστηρίχθηκε ακόμα και η ερμηνεία των δύο γυναικείων προτομών ως Αφροδίτης. Η πιθανή αναγνώριση του συντρόφου της Αφροδίτης Άδωνη στην ανδρική μορφή του θεϊκού συμπλέγματος επιβεβαιώνει τη λατρεία του νεαρού συντρόφου της θεάς στην Πέλλα. H αναγνώριση του Άδωνη σε ένα ειδώλιο από το Ιερό της Μητέρας των Θεών και της Αφροδίτης έχει προταθεί πρόσφατα.

Η γυναικεία κεφαλή με τον πόλο θα πρέπει να απεικονίζει μια άλλη πολύ σημαντική θεότητα της Πέλλας, τη Μητέρα των Θεών, για τη λατρεία της οποίας υπάρχει πλήθος στοιχείων, ενώ συλλατρεύεται με την Αφροδίτη στο ιερό αμέσως βόρεια από την Αγορά.

Τα ειδώλια των ζώων μπορούν να σχετιστούν με θεότητες της βλάστησης και της αναπαραγωγής, η λατρεία των οποίων είχε ιδιαίτερη σημασία σε κάθε αρχαία κοινωνία. Κύρια θεά της γονιμότητας των ζώων και των καρπών είναι η Δήμητρα και αν ένα θραύσμα ειδωλίου ανήκει σε χοίρο, μπορεί να σχετιστεί άμεσα με τη λατρεία της θεάς. Για την παρουσία της Δήμητρας στην Πέλλα υπάρχουν πολλά στοιχεία, ενώ η θεά λατρεύεται στο Θεσμοφόριο στο ΒΑ άκρο της πόλης.

Για ορισμένα ειδώλια, τέλος, όπως την καθιστή Αφροδίτη που ανασύρει το ιμάτιο της στη χαρακτηριστική κίνηση της «ανακάλυψης», την προτομή με τη στεφάνη που φέρει ανάγλυφο φυτικό διάκοσμο με ανθέμια και άνθη λωτών και το θεϊκό σύμπλεγμα, υποστηρίχθηκε ότι είχαν ταφικό χαρακτήρα ή σχετίζονταν με τη χθόνια ιδιότητα των θεοτήτων που παριστάνουν.